Τα Ήθη και τα Έθιμα της Λευκάδας με τη ματιά του χοροδιδάσκαλου Σπύρου Παπουτσόπουλου

Εισήγηση του χοροδιδάσκαλου Σπύρου Παπουτσόπουλου στο σεμινάριο ηθών και εθίμων με αναφορά στη Λευκάδα, που πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2019, στο στο κλειστό γυμναστήριο του Δήμου Αγ.Αναργύρων -Καματερού, σε συνδιοργάνωση του Δήμου Αγ.Αναργύρων - Καματερού, του Συλλόγου Επτανησιών Αγ. Αναργύρων -Καμαρερού και το Σύλλογο παραδοσιακών χορών ΗΓΕΧΟΡΟΣ, υπό την αιγίδα της ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ.

Η ανδρική φορεσιά της Λευκάδας φορέθηκε από το 17ο αιώνα μέχρι το 1920 περίπου. Σε προικοσύμφωνο συνταγμένο από το συμβολαιογράφο Ι. Κατηφόρη στο χωριό Απόλπαινα στα 1850, διαβάζουμε: «… μίαν αλλαξιάν φορέματα του γαμπρού, δηλαδή υποκάμισο, γελέκι, καμπζέλα και βρακί πάνινα και σκαλτζούνια ραμματένια».

 

ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ

Το πουκάμισο είναι ένα από τα βασικά κομμάτια της φορεσιάς. Είναι λευκό, φτιαγμένο από βαμβακερό ύφασμα του αργαλειού. Δεν έχει γιακά, έχει όμως δύο μεγάλες πιέτες στη πλάτη και στο στήθος. Τα μανίκια είναι αρκετά πλατιά και σφίγγουν στο καρπό με μανσέττα. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι η κεντημένη τραχηλιά. Η τραχηλιά ξεκινάει από το λαιμό και φτάνει μέχρι το στήθος. Αποτελείται από δύο τεμάχια υφάσματος όπου το ένα έχει μικροσκοπικά κουμπιά (μαργαριταρόζες) και το άλλο τις κουμπότρυπες. Είναι δε και τα δύο τμήματα ολοκέντητα με περίτεχνα κεντήματα σε λευκό χρώμα και σπάνια συναντάμε μικρές λεπτομέρειες σε κόκκινο ή γαλάζιο χρώμα. Η τραχηλιά είναι κεντημένη ψιλοβελονιά (χωνευτή, ανάγλυφη ή τρυπητή) με σχέδια ψαροκόκκαλο, αστεράκια ή κούπες. Για το κέντημα χρησιμοποιείται η ραμματένια αλλά και η μεταξωτή κλωστή, ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις χρυσοκλωστή και ασημοκλωστή. Ελάχιστα ανδρικά πουκάμισα στις φορεσιές της Ελλάδας έχουν τόσο πολύ κέντημα.

Η ΒΡΑΚΑ

Η βράκα είναι από τα πιο εξελιγμένα είδη βράκας. Την έλεγαν και βρακί, πανωβράκι, κοντοβράκι και μπουραζάνα. Στο πάνω μέρος είναι πολύ πλατιά και σχηματίζει γύρω από τη μέση άπειρες σούρες, ακανόνιστες και ασιδέρωτες. Οι σούρες όμως όσο πάνε προς τα κάτω σβήνουν. Έτσι, στα γόνατα φτάνουν δύο εφαρμοστά μπγενάρια κεντημένα ολόγυρα στο σημείο που εφαρμόζουν κάτω από το γόνατο και περίπου 15-20εκ προς τα πάνω στην εξωτερική ραφή με μεταξωγάϊτανα. Είναι ένα σπάνιο στοιχείο γιατί καμμιά βράκα στον υπόλοιπο νησιωτικό χώρο δεν είναι κεντημένη. Φτιάχνεται από ύφασμα διπλαρένιο ( μπαμπακερό ή λινό) ή του εμπορίου τσόχινο σε χρώμα μαύρο ή μπλέ. Εκτός από αυτό τον τύπο της βράκας, έχουμε και το σελιάρικο βρακί, που είναι εφαρμοστό και στενό χωρίς σούρες, αλλά φυσικά σε σχήμα βράκας και κοντό ως κάτω από τα γόνατα, κεντημένο όπως και ο άλλος τύπος.

ΤΟ ΖΩΝΑΡΙ

Το ζωνάρι ήταν της παλικαριάς και της λεβεντιάς, λένε οι παλιοί!!! Εκεί σφήνωναν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους, και κεί ακουμπούσαν τα χέρια τους οι λυγερόκορμοι χορευταράδες. Ήταν αρκετά πλατύ 15-20 εκ και τόσο μακρύ, ώστε το έφερναν δύο – τρείς βόλτες ολόγυρα από τη μέση τους. Υπήρχαν διάφορες ποιότητες: μάλλινα, λινά και μπαμπακερά. Επικρατέστερα ήταν τα μάλλινα που έπλεκαν οι γυναίκες του σπιτιού, με βελόνες ή αγκερίδι. Στις δυό άκρες έχουν κρόσια. Τα φορούσαν άσπρα και σπάνια βαμμένα σε γαλάζιο σκούρο ή κόκκινο χρώμα. Τα χρωματιστά τα φορούσαν κυρίως στις δουλειές για να αποφεύγουν το θλιβερό θέαμα του λερωμένου άσπρου. Πάντως τη φιγούρα τους οι παλιοί την έκαναν με τα άσπρα ζωνάρια και οπωσδήποτε οι γαμπροί.

ΤΟ ΓΕΛΕΚΙ

Το γελέκι το λένε και γελέκο και γκελέ. Λέγεται και σταυρογέλεκο γιατί σταυρώνει μπροστά. Κατασκευάζεται από τσόχα, λεπτή συνήθως και πλάτη μεταξωτή. Υπάρχουν όμως και τα υφαντά, τα κατώτερα γελέκια, που ράβονταν από λινό ύφασμα του αργαλειού, τα ρούχινα από μάλλινο ύφασμα του εμπορίου, και πάνινα από μπαμπακερό του αργαλειού. Όμως αυτά έχουν πλάτη από το ίδιο πανί και όχι μεταξωτή. Όλα όμως ήταν φοδραρισμένα με γερό, χοντρό ύφασμα.

Τα χρώματα του γελέκου είναι: μαύρο, γαλάζιο σκούρο, βυσσινί και πράσινο σκούρο.

Στο κόψιμο του γελέκου απέφευγαν την ευθεία. Έτσι η γραμμή είναι ελαφρώς καμπύλη και προχωράει πλαγιαστά προς τα κάτω, όπου σχηματίζονται δύο τσούντες που η μία σκεπάζει την άλλη. Στο στήθος σχηματίζονται γλώσσες, έτσι που το σταυρογέλεκο καθώς πέφτει πάνω στο άσπρο πουκάμισο, δημιουργεί γλυκιά χρωματική αντίθεση, με δαντελωτούς διαχωρισμούς.

Τα γελέκια έχουν και τσέπες, μία δεξιά και μία αριστερά. Τα τσεπάκια τούτα είναι ολοκέντητα και γαϊτανωμένα.

Τα κουμπιά στα γελέκια, εκτός από πρακτική αξία, είχαν και διακοσμητική σημασία. Πολύ φιγουράτα κουμπιά (αργυρά ή μισάργυρα) ήταν τα λεγόμενα χτυπητά που στόλιζαν τα γελέκια των νοικοκυραίων και έμπαιναν φορετά, όπως βάζουμε σήμερα τα μανικετόκουμπα.

Η ομορφιά εντούτοις του γελεκιού οφείλεται κυρίως στα κεντήματα και τις γαϊτανώσεις του. Η διακόσμηση γίνεται στα δύο μπροστινά φύλλα. Τα γαϊτάνια τα λέγανε και μανάδες και οτρές. Το πλέξιμο της οτράς από μεταξοκλωστές γίνεται με τέχνη και ξεχωριστή φροντίδα από τους γνωστούς μας φραγκοράφτες. Άπειρα μικρά δακτυλίδια μπαίνουν ανάμεσα από παράλληλες γραμμές, ακολουθώντας την περιφερειακή γραμμή του γελέκου. Το στήθος του γελεκιού είναι ολοκέντητο με γαλάζια ή κόκκινη οτρά. Το ίδιο και στις κουμπότρυπες και τα τσεπάκια. Για τη διακόσμησή του, όχι σπάνια, χρησιμοποιούν και κορδέλες λεπτές διαφόρων χρωμάτων που μπαίνουν αντίσταυρα ακολουθώντας τη θέση των κουμπιών.

 

Η ΚΑΜΠΖΕΛΑ

 

Η καμπζέλα ήταν ένα είδος ζακέτας με μακριά μανίκια. Φοριόνταν πάνω από το γελέκο ή το πουκάμισο και κατασκευάζονταν από μάλλινο ύφασμα σε μαύρο, μπλέ, καφέ ή βυσσινί χρώμα. Κούμπωνε με κρυφές ζάβγες ή κοινά κουμπιά. Οι καλές όμως είχαν κουμπιά μπρούτζινα ή ασημένια. Τέλος ήταν και η καμπζέλα καλοκεντημένη,  γαϊτανωμένη και αρματωμένη με πλούσια αρματωσιά, όπως το γελέκι. Και όπως σε όλες τις περιπτώσεις των φορεσιών έχουμε και τις καθημερινές που ήταν σκέτες και αγαϊτάνωτες.

Γενικά η καμπζέλα ήταν ρούχο πολύ πρακτικό και σοβαρό. Λέμε σοβαρό γιατί ο μαζεμένος νοικοκύρης, σεβαστικός και καλός οικογενειάρχης έπρεπε να τη φοράει ακόμη και το καλοκαίρι. Δεν θεωρούνταν αξιοπρεπές να γυρίζει κανείς ξεκαμπζέλωτος.

Καμπζέλα φορούσαν και οι γαμπροί. Σε προικοσύμφωνο του 1827 του συμβολαιογράφου Κ. Σταύρακα, βρίσκουμε: «… και μια καμπζέλα του γαμπρού». Η καμπζέλα έφτανε λίγο πιο κάτω από τη μέση.

 

ΤΟ ΚΟΝΤΟΓΟΥΝΙ

 

Το κοντογούνι ήταν ελαφρός μάλλον επενδύτης, με μακρύ μανίκι, ραμμένος από μάλλινο ή μπαμπακερό ύφασμα του αργαλειού. Σπάνια γίνονταν και από τσόχα. Κάθετα ανοιχτό μπροστά, έφτανε μέχρι τη μέση. Κούμπωνε με λιανόλουμπα ασημένια ή πάνινα και στη περιφέρειά του διακοσμούνταν με γαϊτάνια χρωματιστά. Το χρώμα του ήταν γαλάζιο, σκούρο  κόκκινο ή βυσσινί. Εσωτερικά ήταν ντυμένο με φόδρα ζεστή και χοντρή. Μερικά κοντογούνια είχαν και γούνα στο λαιμό.  Δυστυχώς δεν μας διασώθηκε λευκαδίτικο κοντογούνι, για να έχουμε άμεση αντίληψη της μορφής του.

Εχουμε ωστόσο γραπτές μαρτυρίες. Σε καταγραφή του 1727 βρίσκουμε: « κοντογούνι ρούχινο, γαλάζιο μισότριβο, το οποίον φορεί τώρα το άνωθεν παιδί Ζαφείρης, ανήλικο». Σε καταγραφή του 1714 συναντάμε: κοντογούνι ουζάδο, αντρίκιο, μουρέλο(μελανό) ρούχινο με την παλιογούνα του, αρματωμένο.

 

ΤΑ ΣΚΑΛΤΣΟΥΝΙΑ

 

Οι άντρες φορούσαν και κάλτσες, μέχρι το γόνατο, τις οποίες ονόμαζαν σκαλτσούνια. Τα σκαλτσούνια ήταν μάλλινα ή μπαμπακερά, ή ραμματένια. Τα φορούσαν κάτω από τις σκάλτσες(γκέτες) και ήταν άσπρα ή χρωματιστά. Σε προικοσύμφωνο του 1827 στο χωριό Πόρος διαβάζουμε: σκαλτσούνια αντρίκια ζευγάρια δύο, το ένα γαλάζιο.

Στην ουσία ακολουθείται η ίδια τακτική με το ζωνάρι. Τα χρωματιστά στις δουλειές, τα άσπρα για καλά.

 

ΟΙ ΣΚΑΛΤΣΕΣ

 

Σκάλτσες λένε τα καλύμματα των ποδιών από τα γόνατα ως τα στραγάλια και θεωρούνταν απαραίτητο συμπλήρωμα και συνέχεια της βράκας. Είναι πάντα άσπρες από ύφασμα διμιτένιο ή διπλαρένιο. Στο πίσω μέρος ήταν κάθετα σχιστές και κούμπωναν με κρυφές ζάβγες. Οι παλιές ήταν με φτερά στα πλάγια και καπάκια μπροστά, που σκέπαζαν το πάνω μέρος του παπουτσιού, ενώ οι νεώτερες μόνο με φτερά.

Κάποιες ήταν στολισμένες με μεταξογαϊτανα και κεντημένες με ένα ανθάκι στο πλάϊ, κατά προτίμηση με κόκκινη κλωστή.

 

ΤΟ ΦΑΤΣΟΛΕΤΟ

 

Φατσολέτο λέμε το αντρικό μαντήλι του κεφαλιού. Δεν μπορούσε να νοηθεί σωστό ντύσιμο χωρίς αυτό. Ήταν τετράγωνο, το δίπλωναν σε τρίγωνο και το έφερναν βόλτα στο κεφάλι τους και το έδεναν κόμπο πίσω, έτσι ώστε να περισσεύουν αρκετά οι δύο άκρες. Το χρώμα του για τους μεγαλύτερους ήταν καφέ ή γαλάζιο με μαύρες πίκες, ενώ οι νεότεροι φορούσαν μαύρο.

 

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΤΟΥ ΛΑΙΜΟΥ

 

Ήταν μεγάλο λεπτό και κεντημένο. Το δίπλωναν τριγωνικά και το έδεναν στο λαιμό τους. Το μαντήλι αυτό είχε πρακτική σημασία. Απορροφά τον ιδρώτα την ώρα της δουλειάς. Έγινε όμως και σύμβολο εργατικότητας και μόχθου. Έτσι το φορούσαν και σε ώρες που δεν εργάζονταν για να δείξουν ότι είναι εργατικοί και προκομμένοι. Έφτασε να έχει και διακοσμητική σημασία, γι αυτό εκείνος που στολιζόταν καλά, έπρεπε να βάλει και το μαντήλι του λαιμού. Τέτοιο φορούσε και ο γαμπρός.

Τα λαιμομάντηλα ήταν όμορφα κεντημένα με μεταξοκλωστές. Τα κεντούσαν οι αρραβωνιαστικές για τους μέλλοντες συζύγους τους.

Σε προικοσύμφωνο του 1709 με το οποίο προίκιζε την κόρη του Σοφία ο Μόσχος Βαλαωρίτης ( γιός του γενάρχη της οικογένειας, Χρήστου), διαβάζουμε: ένα μαντήλι του γαμπρού.

 

Η ΚΑΠΑ

 

Η κάπα φαίνεται πως ήταν από παλιά μέρος της τοπικής φορεσιάς, που όμως δεν πολυφορέθηκε. Οπωσδήποτε η κάπα είναι από επίδραση της γειτονικής Ακαρνανίας. Λένε πως οι κάπες έρχονταν στη Λευκάδα από την Ακαρνανία και την Ήπειρο και μάλιστα ακριβοπληρωμένες. Εντούτοις η παράδοσή μας διέσωσε την πληροφορία πως φτιάχνονταν και στη Λευκάδα, ίδιες με αυτές, κυρίως στα χωριά της νότιας Λευκάδας και στο χωριό Εγκλουβή. Το ύφασμα υφαίνονταν με μαλλί γιδίσιο και μετά την κατασκευή τους τις πήγαιναν στις νεροτριβές κι έχυναν μαλλί μέσα κι έξω. Έτσι γίνονταν αδιάβροχες, μια και το νερό στο γιδίσιο μαλλί ξεσέρνει (γλυστράει).

Η κάπα ήταν ρούχο για τις δουλειές στους αγρούς και τα βοσκοτόπια.

 

ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

 

Τα πιο παλιά παπούτσια που ξέρουμε είναι τα λουροτσάρουχα. Είχαν γυριστή μύτη προς τα πάνω και εφάρμοζαν στα πόδια με λουριά δερμάτινα, που σταύρωναν στη κνήμη. Ήταν μονόσολα χωρίς τακούνια. Αργότερα φορέθηκαν τα τσαρουχοπάπουτσα, χοντρά , με χαμηλό τακούνι και γερή προγκωσά. Στην εξωτερική τους πλευρά είχαν για στολίδι διπλό γαζί και δυό μάτια.

Από το 19ο αιώνα όμως άρχισαν να φορούν τα νεότερα παπούτσια, τα ευρωπαϊκά. Αυτά ήταν μποτίνια κουμπωτά ή με κορδόνι, τα γεμενιά και τέλος τα παπαδίτικα πού ήταν σαν αυτά που σήμερα λέμε παντοφλέ.

Σε καταγραφή του 1725 βρήκαμε σημειωμένα τα εξής: παπούτζια πρώτα, παπούτζια δεύτερα, παπούτζια τρίτα, παπούτζια μικρά, παπούτζια μικρά δεύτερα κλπ. Δεν ξέρουμε αυτή η καταγραφή αν αναφέρεται σε μέγεθος ή ποιότητα.

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Αρματωμένο= στολισμένο

Αρματωσιά= σύνολο διακόσμησης

Δίμιτο= χοντρό μάλλινο ύφασμα του αργαλειού

Διπλάρι= μπαμπακερό ή λινό ύφασμα

Οτρά= χρωματιστό γαϊτάνι – μεταξοκλωστή

Ραμματένια= από ψιλή λινή κλωστή

 

 

 

 

 

 

Στοιχεία Επικοινωνίας

Πολιτιστικό Περιοδικό Ποικίλης Ύλης
ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ

myEptanisa

Τ.Θ. 62043
Τ.Κ. 15201, Χαλάνδρι

Τηλ. & Fax: 2106017441

e-mail: info(at)myeptanisa.gr

Τα cookies επιτρέπουν μια σειρά από λειτουργίες που ενισχύουν την εμπειρία σας στο myeptanisa.gr . Χρησιμοποιώντας αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Για Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την σελίδα μας με τους όρους χρήσης. Περισσότερες πληροφορίες…